Από το Audiobook «Ημερολόγια Αιγαίου»
Κυκλοφορία Δεκέμβριος 2015
|
Ο πίνακας στο εξώφύλλο είναι του Δημήτρη Μανίνη. Η γραφιστική επεξεργασία του Βασίλη Χατζηιωάννου |
(1955)
Καθώς ο ήλιος έγερνε προς τον ορίζοντα του πελάγου, μια βάρκα φάνηκε στον κάβο του όρμου βάζοντας πορεία για τον Γιαλό.
Κι όταν κοντοζύγωσε, οι θαμώνες της ταβέρνας, διέκριναν στην πλώρη την ακίνητη γυναίκα που στερέωνε το στεντόρειο κορμί της στο ταμπούκιο με το δεξί πόδι.
Στην πρύμνη, ένας μισόγυμνος γεροδεμένος άντρας, όρθιος κι αυτός, ενώ στα κουπιά που ανάδευαν το κόκκινο ρευστό της θάλασσας στέλνοντας ολόγυρα πορτοκαλιές λάμψεις, αγκομαχούσε ένας καμπούρης νάνος.
Με το που η καρίνα του σκάφους σύρθηκε στην αμμουδιά, οι θαμώνες πετάχτηκαν όρθιοι, η γυναίκα με μια δρασκελιά βρέθηκε στη στεριά, ο άντρας σήκωσε τα χέρια ψηλά μ ένα ουρλιαχτό, ενώ ο νάνος τράβηξε τα κουπιά απ τη θάλασσα.
Στην ταβέρνα, σύρριζα στην αμμουδιά, οι θαμώνες που έπιναν το τσίπουρο δαγκώνοντας εναλλάξ μια ελιά κι ύστερα ένα κρεμμύδι για μεζέ –για τυρί ή χταπόδι ούτε λόγος, Μεγάλη Εβδομάδα βλέπεις- , έκπληκτοι, σώπαιναν.
Η γυναίκα πήρε να πλησιάζει με αργά, σταθερά βήματα, ενώ, κάθε τόσο σταματούσε για να φέρει μια βόλτα επί τόπου, που ανέμιζε τον χιτώνα, αποκαλύπτοντας την γύμνια της.
Κι όπως τα βλέμματα παγιδεύτηκαν στους θρύλους της σάρκας που οι αιώνες καλά κατέχουν και με φροντίδα ενσταλάζουν σε κάθε γενιά, δεν πρόσεξαν ότι ο μισόγυμνος άντρας την ακολουθούσε συσφίγγοντας τα μπράτσα του για να επιδείξει τα ποντίκια του, μήτε τις χοντρές καδένες που έζωναν τον λαιμό του, ενώ ο νάνος πίσω του, αγκομαχώντας και στραβοπατώντας, έσερνε μια μακρόστενη κασέλα με ροδάκια.