"Ο Νιοράντες και άλλες Κορφιάτικες Κωμικο-Τραγικές Ιστορίες"
Αυτά που δεν χρωστούσανε σε κανένα μαρκάντε [έμπορο] και τοκογλύφο ήτανε η «άγια βουρλισιά» που κουβαλούσανε στα γονίδιά τους και ο ρομαντισμός που τους φώτιζε την δύσκολη ζωή τους.
Σε αυτό το πολύωρο ηχητικό βιβλίο, ο συγγραφέας και καταξιωμένοι
ηθοποιοί, αποδίδουν την ντοπιολαλιά και ξεδιπλώνουν τέσσερεις
κωμικοτραγικές ιστορίες οι οποίες είναι
Ο ΝΙΟΡΑΝΤΕΣ, Ο ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ, ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΕ ΝΑ’ΡΘΕΙ και Ο ΤΣΙΡΛΙΛΗΣ
Τα πρόσωπα στις ιστορίες αυτές παίρνουν πνοή και τους προσφέρεται η ευκαιρία να ζήσουν για λίγο μαζί μας.
Παράλληλα διατρέχουμε την ιστορία του νησιού και ακούμε επιλεγμένες μελωδίες από τα Επτάνησα.
Η Κέρκυρα, από την αρχαιότητα μέχρι τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα δέχθηκε πολυάριθμες εισβολές, κατοχές και ξένες κυριαρχίες.
Διασταυρώθηκαν πολλά πολιτιστικά ρεύματα και η επιρροή του δυτικού πολιτισμού σημάδεψε τον τόπο και τον χαρακτήρα των κατοίκων του νησιού.
Η δεκαετία του 1950, δεκαετία ορόσημο για την αλλαγή πορείας της κοινωνικής ζωής των Κερκυραίων στη σύγχρονη εποχή, έχει πολλά να μας πει.
Είχε τελειώσει ένας παγκόσμιος πόλεμος που άφησε στο νησί
ορθάνοιχτες πληγές και είχε ακολουθήσει ένας εμφύλιος αλληλοσπαραγμός.
Τα κάστρα της παλαιάς ταξικής κοινωνίας που όριζαν και διέκριναν τους Κερκυραίους στην ολιγομελή τάξη των αρχόντων και του απλού λαού, του πόπολου, είχανε καταρρεύσει.
Σ’ εκείνη τη μεταβατική εποχή που η φτώχεια ξυπνούσε κάθε μέρα με τον διαχρονικό πολιτισμό του τόπου και η πείνα είχε για προσφάϊ της τη μουσική και τον έρωτα, οι Κερκυραίοι ονευρεύονταν τον καινούργιο κόσμο.
«Ο ΝΙΟΡΑΝΤΕΣ και άλλες κορφιάτικες κωμικο-τραγικές ιστορίες», είναι ένα τμήμα της «μηχανής» του χρόνου που μας οδηγεί στο παρελθόν αλλά οδηγεί και το παρελθόν σε μας, για να το γνωρίσουμε.
Αυτοί που κατοικούσανε στη Χώρα βρισκόντουσαν σε πλεονεκτικότερη θέση από πολιτιστική και πνευματική πλευρά.
Οι χωριάτες από τα πολυάριθμα χωριά, περισσότερο καθυστερημένοι πολιτιστικά, είχαν το πλεονέκτημα να είναι περισσότερο χορτάτοι.
Τα περιβόλια και τα χωράφια προσφέρανε την δυνατότητα να καλύπτουν τις οικογενειακές τους ανάγκες και να κερδίζουν και μερικά χρήματα πουλώντας τα προϊόντα τους.
Υπήρχε, λοιπόν, μια μεγάλη απόσταση μεταξύ κατοίκων της χώρας και της υπαίθρου, μια αντιπαλότητα, καχυποψία και αμοιβαία αντιπάθεια.
Αν αυτό το κλίμα επικρατούσε τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, μπορεί κανείς να φανταστεί ποιες θα ήτανε οι συνθήκες, προπολεμικά.
Ήτανε τόσες οι αντιθέσεις και οι διαφορές, που νόμιζες πως αυτό το νησί το κατοικούσανε δύο λαοί.
Συμβαίνανε και συμβαίνουνε σε όλους τους τόπους οι διαφορές αντιλήψεων, πολιτισμού και ανάπτυξης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.
Στην Κέρκυρα, όμως, η ιστορία των διαφορών, πήγαινε πολύ μακριά,
εκατοντάδες χρόνια πίσω. Την ενθάρρυναν οι κατακτητές και κυρίαρχοι του
νησιού και τη συντηρούσανε με όλα τα μέσα. Αριστοκρατικά τα καθεστώτα
της Ευρώπης που κατακτούσανε τα νησιά του Ιονίου αλληλοδιαδόχως και
αριστοκρατική η δομή της κοινωνίας των κατακτημένων που καθιέρωναν και
συντηρούσαν.
Πέρασαν χρόνια και χρόνια για ξεριζωθούν αυτές οι αντιλήψεις και οι κοινωνικές διαφορές.
Οι ακοινώνητοι χωριάτες δεν ξέρανε και δεν θέλανε να συμμορφωθούνε με τους κανόνες ενός καθωσπρεπισμού που τους ήτανε άγνωστος και ξένος.
Εκείνα τα χρόνια, οι μετακινήσεις παρουσίαζαν τεράστιες δυσκολίες, οι δρόμοι ανύπαρκτοι και οι συγκοινωνίες άγνωστο είδος.
Σπάνια ένας κάτοικος της υπαίθρου πήγαινε στη Χώρα και μόνο για κάτι σοβαρό.
Για μια αρρώστια, για κάποιες προμήθειες απαραίτητες και απαραιτήτως για να πάει στη λιτανεία του Αγίου. Οι διαδρομές γινόντουσαν με τα πόδια και από τα μακρινά χωριά, με ζώα.
Οι κάτοικοι της χώρας βλέπανε χαμογελώντας και πολλές φορές σαρκάζοντας τους χωριάτες που φτάνανε μέχρι της παρυφές της πόλης, ξυπόλυτοι και μόλις πλησιάζανε στο κέντρο, να φορούνε τα παπούτσια τους, που βρισκόντουσαν κρεμασμένα και δεμένα από τα κορδόνια τους, γύρω από το σβέρκο τους.
Τα χιλιόμετρα των χιλιομέτρων της διαδρομής, χειμώνα - καλοκαίρι ξυπόλητοι, αλλά η είσοδος στη χώρα έπρεπε να γίνεται με παπούτσια.
Φτώχεια - φτώχεια, αλλά η εμφάνιση σωστή και … παπουτσωμένη!
Ένας τέτοιος χωριάτης, είχε την ατυχία κάποιο πρωϊνό Δευτέρας να φτάσει στη Χώρα για να κάνει τα ψώνια του και η κακή του η μοίρα τον έστειλε να ξεπέσει στο μικρό και βρώμικο τσαγκαράδικο του Γιάνκου.
Ο Γιάγκος, βαρύθυμος, κακοκοιμισμένος, είχε ξοδέψει και την τελευταία του δεκάρα στην ταβέρνα την Κυριακή το βράδυ κι έψαχνε απεγνωσμένα σε όλο το αχούρι που είχε για μαγαζί, μήπως και βρει καμιά δραχμή, για να παραγγείλει τον καφέ του από το καφενείο που βρισκόταν απέναντι.
Μάταιος ο κόπος, ούτε πεντάρα τρύπια δεν υπήρχε.
Κάθισε στο χαμηλό καρεκλάκι, που βρισκόταν μπροστά στον πάγκο που δούλευε τα μπαλώματα των παπουτσιών, ανήμπορος, με κατακόκκινα μάτια και με διακόσια καρφιά να του τρυπάνε το κεφάλι από το χτεσινό μεθύσι, ως που ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του η εφήμερη σωτηρία και η λύση από το πρόβλημα της αδεκαρίας του.
- Μπον τζόρνο, σινιόρε! Μπορείς να μου βάλεις ένα ζευγάρι σόλες σε τούτα τα παπούτσια;
- Μετά χαράς.
- Τι θα σου δώκω για τη δουλειά σου;
- Τριάντα φράγκα
- Α! Πολλά μου ζητάς! Είσαι φαρμάκι!
- Τί μου λες, ωρέ άνθρωπε; Τόσα παίρνουν ούλοι! Άμε, να ρωτήσεις, όπου θέλεις!
- Τι να ρωτήσω; Θέλω να μου κάμεις καλύτερη τιμή!
- Δεν έχω ο άχαρος! Χωριάτης είμαι! Δεν είμαι άρχοντας!
- Στοιχίζουνε τα δέρματα, ψυχή μου! Δεν έχω περιθώριο!
- Κόψε μου για να τα αφήκω!
- Θα σου κόψω ένα τάλαρο!
- Τί μου λες τώρα; Λίγα κόβεις!
- Πόσα θέλεις να δώκεις, ωρέ παιδί; Για να τελειώνουμε!
- Θα σου δώκω δεκαπέντε φράγκα. Δεν έχω άλλα!
Ο Γιάνκος, σκέφτηκε προς στιγμή να τον στείλει στον αγύριστο, αλλά έκαμε μιαν άλλη σκέψη κι έτσι του είπε:
- Καλά, άφησέ τα και θα σου τα φτιάξω. Να ξέρεις, όμως, ότι χάνω! Αν θα σου βάλω τις σόλες, θα πληρώσω και από την τσέπη μου. Αλλά, μια και μπήκες Δευτέρα πρώτος στο μαγαζί, να μη σου πω να φύγεις!
- Εντάξει μάστορα. Να ξέρεις, πως στις δώδεκα τα θέλω για να γυρίσω στο χωριό.
- Στις δώδεκα παρά κουάρτο [παρά τέταρτο], θα είναι έτοιμα. Άφησέ μου όμως προκαταβολή ένα τάλαρο για το δέρμα κι έλα την ώρα που σου είπα για να τα πάρεις.
Ξεκρέμασε ο χωριάτης από το σβέρκο του τα παπούτσια του, τα έδωσε κι έφυγε ξυπόλητος.
Ο μικροαπατεώνας που φώλιαζε μέσα στον Τσαγκάρη και θέριευε από την φτώχεια του, είχε πάρει τις αποφάσεις του.
ISBN 978-9963-2168-4-0
Ο πίνακας που κοσμεί το εξώφυλλο είναι της Φανής Πανόγιαννη
Ακούστε αποσπάσματα
Λίγα λόγια για το AudioBook
Περίεργος τόπος η Κέρκυρα! Πολιτισμένος, τρυφερός, αλλά κι εκρηκτικός. (…) Πείνα κι όνειρα … μετά μουσικής. Φοβερός συνδυασμός που έδιωχνε τις ανασφάλειες.
Η πιο χρησιμοποιημένη λέξη ήταν το «μπιστιού», προφανώς από το «πίστωση», το «βερεσέ» δηλαδή.
Οι Κερκυραίοι χρωστούσανε τη σοδειά τους, την δουλειά τους, την ύπαρξή τους και μονίμως τους λείπανε τα όβολα για να βάλουνε ένα καινούργιο σκουτί [ρούχο] απάνω τους.
Ακούστε αποσπάσματα
Λίγα λόγια για το AudioBook
Περίεργος τόπος η Κέρκυρα! Πολιτισμένος, τρυφερός, αλλά κι εκρηκτικός. (…) Πείνα κι όνειρα … μετά μουσικής. Φοβερός συνδυασμός που έδιωχνε τις ανασφάλειες.
Η πιο χρησιμοποιημένη λέξη ήταν το «μπιστιού», προφανώς από το «πίστωση», το «βερεσέ» δηλαδή.
Οι Κερκυραίοι χρωστούσανε τη σοδειά τους, την δουλειά τους, την ύπαρξή τους και μονίμως τους λείπανε τα όβολα για να βάλουνε ένα καινούργιο σκουτί [ρούχο] απάνω τους.
Αμάντα Σοφιανοπούλου |
Αυτά που δεν χρωστούσανε σε κανένα μαρκάντε [έμπορο] και τοκογλύφο ήτανε η «άγια βουρλισιά» που κουβαλούσανε στα γονίδιά τους και ο ρομαντισμός που τους φώτιζε την δύσκολη ζωή τους.
Μιχαήλ Άνθης |
Ο ΝΙΟΡΑΝΤΕΣ, Ο ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ, ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΠΟΥ ΑΡΓΗΣΕ ΝΑ’ΡΘΕΙ και Ο ΤΣΙΡΛΙΛΗΣ
Τα πρόσωπα στις ιστορίες αυτές παίρνουν πνοή και τους προσφέρεται η ευκαιρία να ζήσουν για λίγο μαζί μας.
Παράλληλα διατρέχουμε την ιστορία του νησιού και ακούμε επιλεγμένες μελωδίες από τα Επτάνησα.
Η Κέρκυρα, από την αρχαιότητα μέχρι τα μέσα περίπου του περασμένου αιώνα δέχθηκε πολυάριθμες εισβολές, κατοχές και ξένες κυριαρχίες.
Διασταυρώθηκαν πολλά πολιτιστικά ρεύματα και η επιρροή του δυτικού πολιτισμού σημάδεψε τον τόπο και τον χαρακτήρα των κατοίκων του νησιού.
Η δεκαετία του 1950, δεκαετία ορόσημο για την αλλαγή πορείας της κοινωνικής ζωής των Κερκυραίων στη σύγχρονη εποχή, έχει πολλά να μας πει.
Νέλλη Γκίνη, Γιώργος Καπράνος |
Τα κάστρα της παλαιάς ταξικής κοινωνίας που όριζαν και διέκριναν τους Κερκυραίους στην ολιγομελή τάξη των αρχόντων και του απλού λαού, του πόπολου, είχανε καταρρεύσει.
Σ’ εκείνη τη μεταβατική εποχή που η φτώχεια ξυπνούσε κάθε μέρα με τον διαχρονικό πολιτισμό του τόπου και η πείνα είχε για προσφάϊ της τη μουσική και τον έρωτα, οι Κερκυραίοι ονευρεύονταν τον καινούργιο κόσμο.
«Ο ΝΙΟΡΑΝΤΕΣ και άλλες κορφιάτικες κωμικο-τραγικές ιστορίες», είναι ένα τμήμα της «μηχανής» του χρόνου που μας οδηγεί στο παρελθόν αλλά οδηγεί και το παρελθόν σε μας, για να το γνωρίσουμε.
Νατάσα Μποζίνη, Γιώργος Καπράνος, Νέλλη Γκίνη |
Αυτοί που κατοικούσανε στη Χώρα βρισκόντουσαν σε πλεονεκτικότερη θέση από πολιτιστική και πνευματική πλευρά.
Οι χωριάτες από τα πολυάριθμα χωριά, περισσότερο καθυστερημένοι πολιτιστικά, είχαν το πλεονέκτημα να είναι περισσότερο χορτάτοι.
Τα περιβόλια και τα χωράφια προσφέρανε την δυνατότητα να καλύπτουν τις οικογενειακές τους ανάγκες και να κερδίζουν και μερικά χρήματα πουλώντας τα προϊόντα τους.
Υπήρχε, λοιπόν, μια μεγάλη απόσταση μεταξύ κατοίκων της χώρας και της υπαίθρου, μια αντιπαλότητα, καχυποψία και αμοιβαία αντιπάθεια.
Αν αυτό το κλίμα επικρατούσε τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, μπορεί κανείς να φανταστεί ποιες θα ήτανε οι συνθήκες, προπολεμικά.
Ήτανε τόσες οι αντιθέσεις και οι διαφορές, που νόμιζες πως αυτό το νησί το κατοικούσανε δύο λαοί.
Συμβαίνανε και συμβαίνουνε σε όλους τους τόπους οι διαφορές αντιλήψεων, πολιτισμού και ανάπτυξης μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.
Γιώργος Καπράνος, Μιχάλης Αβραμίδης |
Πέρασαν χρόνια και χρόνια για ξεριζωθούν αυτές οι αντιλήψεις και οι κοινωνικές διαφορές.
Οι ακοινώνητοι χωριάτες δεν ξέρανε και δεν θέλανε να συμμορφωθούνε με τους κανόνες ενός καθωσπρεπισμού που τους ήτανε άγνωστος και ξένος.
Εκείνα τα χρόνια, οι μετακινήσεις παρουσίαζαν τεράστιες δυσκολίες, οι δρόμοι ανύπαρκτοι και οι συγκοινωνίες άγνωστο είδος.
Σπάνια ένας κάτοικος της υπαίθρου πήγαινε στη Χώρα και μόνο για κάτι σοβαρό.
Για μια αρρώστια, για κάποιες προμήθειες απαραίτητες και απαραιτήτως για να πάει στη λιτανεία του Αγίου. Οι διαδρομές γινόντουσαν με τα πόδια και από τα μακρινά χωριά, με ζώα.
Οι κάτοικοι της χώρας βλέπανε χαμογελώντας και πολλές φορές σαρκάζοντας τους χωριάτες που φτάνανε μέχρι της παρυφές της πόλης, ξυπόλυτοι και μόλις πλησιάζανε στο κέντρο, να φορούνε τα παπούτσια τους, που βρισκόντουσαν κρεμασμένα και δεμένα από τα κορδόνια τους, γύρω από το σβέρκο τους.
Τα χιλιόμετρα των χιλιομέτρων της διαδρομής, χειμώνα - καλοκαίρι ξυπόλητοι, αλλά η είσοδος στη χώρα έπρεπε να γίνεται με παπούτσια.
Μιχαήλ Ανθης, Αμάντα Σοφιανοπούλου |
Φτώχεια - φτώχεια, αλλά η εμφάνιση σωστή και … παπουτσωμένη!
Ένας τέτοιος χωριάτης, είχε την ατυχία κάποιο πρωϊνό Δευτέρας να φτάσει στη Χώρα για να κάνει τα ψώνια του και η κακή του η μοίρα τον έστειλε να ξεπέσει στο μικρό και βρώμικο τσαγκαράδικο του Γιάνκου.
Ο Γιάγκος, βαρύθυμος, κακοκοιμισμένος, είχε ξοδέψει και την τελευταία του δεκάρα στην ταβέρνα την Κυριακή το βράδυ κι έψαχνε απεγνωσμένα σε όλο το αχούρι που είχε για μαγαζί, μήπως και βρει καμιά δραχμή, για να παραγγείλει τον καφέ του από το καφενείο που βρισκόταν απέναντι.
Μάταιος ο κόπος, ούτε πεντάρα τρύπια δεν υπήρχε.
Κάθισε στο χαμηλό καρεκλάκι, που βρισκόταν μπροστά στον πάγκο που δούλευε τα μπαλώματα των παπουτσιών, ανήμπορος, με κατακόκκινα μάτια και με διακόσια καρφιά να του τρυπάνε το κεφάλι από το χτεσινό μεθύσι, ως που ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του η εφήμερη σωτηρία και η λύση από το πρόβλημα της αδεκαρίας του.
- Μπον τζόρνο, σινιόρε! Μπορείς να μου βάλεις ένα ζευγάρι σόλες σε τούτα τα παπούτσια;
- Μετά χαράς.
- Τι θα σου δώκω για τη δουλειά σου;
- Τριάντα φράγκα
- Α! Πολλά μου ζητάς! Είσαι φαρμάκι!
- Τί μου λες, ωρέ άνθρωπε; Τόσα παίρνουν ούλοι! Άμε, να ρωτήσεις, όπου θέλεις!
- Τι να ρωτήσω; Θέλω να μου κάμεις καλύτερη τιμή!
- Δεν έχω ο άχαρος! Χωριάτης είμαι! Δεν είμαι άρχοντας!
- Στοιχίζουνε τα δέρματα, ψυχή μου! Δεν έχω περιθώριο!
- Κόψε μου για να τα αφήκω!
- Θα σου κόψω ένα τάλαρο!
- Τί μου λες τώρα; Λίγα κόβεις!
- Πόσα θέλεις να δώκεις, ωρέ παιδί; Για να τελειώνουμε!
- Θα σου δώκω δεκαπέντε φράγκα. Δεν έχω άλλα!
Μιχαήλ Άνθης, Νέλλη Γκίνη |
- Καλά, άφησέ τα και θα σου τα φτιάξω. Να ξέρεις, όμως, ότι χάνω! Αν θα σου βάλω τις σόλες, θα πληρώσω και από την τσέπη μου. Αλλά, μια και μπήκες Δευτέρα πρώτος στο μαγαζί, να μη σου πω να φύγεις!
- Εντάξει μάστορα. Να ξέρεις, πως στις δώδεκα τα θέλω για να γυρίσω στο χωριό.
- Στις δώδεκα παρά κουάρτο [παρά τέταρτο], θα είναι έτοιμα. Άφησέ μου όμως προκαταβολή ένα τάλαρο για το δέρμα κι έλα την ώρα που σου είπα για να τα πάρεις.
Ξεκρέμασε ο χωριάτης από το σβέρκο του τα παπούτσια του, τα έδωσε κι έφυγε ξυπόλητος.
Ο μικροαπατεώνας που φώλιαζε μέσα στον Τσαγκάρη και θέριευε από την φτώχεια του, είχε πάρει τις αποφάσεις του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου